- πλέω
- ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ' ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.)2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλο με πλοίο (α. «θάψαντες αὐτοὺς ἔπλεον ἐπὶ Λέσβου και Ἑλλησπόντους», Ξεν. β. «πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε», ΚΔ)3. επιπλέω, παραμένω στην επιφάνεια τού νερού και δεν βυθίζομαι (α. «ο φελλός πλέει στο νερό» β. «δένδρεα... τὰ oἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς», Ομ. Οδ.)νεοελλ.φρ. α) «πλέω στο αίμα» — είμαι αιμόφυρτος, είμαι πλημμυρισμένος από αίμαβ) «πλέει στα λεφτά» — είναι πάρα πολύ πλούσιος»γ) «πλέω μέσα στα ρούχα μου» ή «τα ρούχα πλέουν επάνω μου» — είμαι πολύ αδύνατος για τα ρούχα που φορώ, τα ρούχα είναι πολύ μεγαλύτερα απ' όσο μού χρειάζεταιδ) «τα πόδια μου πλέουν στα παπούτσια» — τα παπούτσια είναι πολύ μεγάλα για τα πόδια μουμσν.-αρχ.(μτφ. για το σκάφος τής Πολιτείας ή τής Εκκλησίας) ακολουθώ την πορεία μου, κατευθύνομαι προς τον σκοπό μου («ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα», Σοφ.)αρχ.1. μετακομίζομαι διά θαλάσσης («τὰ μὲν τῶν Ἀθηναίων [σκῡλα) πλέοντα ἑάλω», Θουκ.)2. παθ. πλέομαιείμαι πλωτός («πλεῑται ἡ θάλασσα», Μουσών.)3. φρ. α) «πεπλευσμένος πλοῡς» — το τελειωμένο θαλασσινό ταξίδιβ) «πάντα ἡμῑν κατ' ὀρθὸν πλεῑ» — οι υποθέσεις τού κράτους εξελίσσονται κανονικά4) παροιμ. α) «θεοῡ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπός πλέοις» — αν θέλει ο θεός μπορείς να ταξιδεύεις και πάνω σε μια ψάθα, όλα εξαρτώνται από τη θέληση τού θεούβ) «ὁ μὴ πεπλευκώς οὐδὲν ἑώρακεν κακὸν» — όποιος δεν έχει ταξιδεύσει, δεν ξέρει τους πραγματικούς κινδύνους τού ταξιδιούγ) «ἐπὶ γῆς μὴ πλεῑν» — όποιος δεν ξέρει τίποτε από θάλασσα να μην κάνει ότι ξέρει.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλέω (< πλέFω) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pleu- «ρέω, κολυμπώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. plavate «επιπλέω, κολυμπώ», pluta- «πλημμυρισμένος», λατ. pluit «βρέχει» (< *plovit < *plevit), γαλλ. il pleut «βρέχει». Αξιοσημείωτη είναι η σημασιολογική εξέλιξη που παρουσιάζει το ρ. πλέω στην Ελληνική από την αρχική σημ. τής ρίζας «βρίσκομαι στο νερό, επιπλέω, πλημμυρίζω» στη σημ. «ταξιδεύω, μετακινούμαι με πλοίο». Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί φυσική και αναμενόμενη, λόγω τής ιδιαίτερης σημασίας που είχε η θάλασσα και η ναυτιλία για τον ελληνικό λαό. Στην ίδια ρίζα, τέλος, με ιδιαίτερες σημασιολογικές εξελίξεις ανάγονται και τα: πλούτος*, πλύνω*, πλώω*, πλεύμων / πνεύμων.ΠΑΡ. πλεύση (·ις), πλούςαρχ.πλευστικόςαρχ.-μσν.πλεύστηςνεοελλ.πλευστός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπλέω, διαπλέω, διεκπλέω, εκπλέω, επαναπλέω, επιπλέω, καταπλέω, παραπλέω, περιπλέω, συμπλέωαρχ.αμφιπλέω, αντεκπλέω, αντεπιπλέω, αντιπαραπλέω, αντιπεριπλέω, αντιπλέω, εκπεριπλέω, εμπεριπλέω, εμπλέω, επιδιαπλέω, επικαταπλέω, μεταπλέω, προαναπλέω, προδιαπλέω, προεκπλέω, προκαταπλέω, προσεπιπλέω, συγκαταπλέω, συμπαραπλέω, συμπεριπλέω, συνδιαπλέω, συνεκπλέω, συνεπιπλέω, υπαναπλέω, υπεκπλέωνεοελλ.αεροπλέω, αποπλέω, εισπλέω, προσπλέω, υπερπλέω, υποπλέω].
Dictionary of Greek. 2013.